λέγνον

λέγνον
λέγνον
Grammatical information: n. (-νη f.)
Meaning: `cloured edging, of a cloth' (Poll., H., sch.), also of the side of the womb (Hp.).
Derivatives: λεγνωτός `provided w. λ.' (Call., Nic.), λεγνώδεις ποικίλας, λεγνῶσαι ποικῖλαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymology. The connection with Skt. lagati, lagna- (ep.) `stick fast, adhere to' (Prellwitz) is defended by WP. 2, 714 referring to Lat. limbus `edging of cloth' beside Skt. lámbate `hang of, hang on'. - Perh. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,94

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λέγνον — λέγνον, τὸ (Α) 1. η έγχρωμη παρυφή τού ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια 2. τα άκρα τής μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • λέγνον — coloured edging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγνη — λέγνη, ἡ (Α) το λέγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λέγνον] …   Dictionary of Greek

  • λεγνώ — λεγνῶ, όω (Α) [λέγνον] εφοδιάζω ένα ιμάτιο με λέγνον*, με έγχρωμη παρυφή …   Dictionary of Greek

  • λεγνωτός — λεγνωτός, ή, όν (Α) [λέγνον] αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.) …   Dictionary of Greek

  • λεγνώδης — λεγνώδης, ῶδες (AM) [λέγνον] λεγνωτός* …   Dictionary of Greek

  • λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …   Dictionary of Greek

  • περιλεγνής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδεις ποικίλας)] …   Dictionary of Greek

  • σαπρολεγνία — και σαπρολέγνια, η, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σαπρολεγνίδες, τής οποίας είναι αντιπροσωπευτικό, τής τάξης σαπρολεγνιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegnia (< σαπρός + λέγνον «έγχρωμη παρυφή ιματίου»)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] …   Dictionary of Greek

  • λέγνα — λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc/acc dual λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc sg (doric aeolic) λέγνον coloured edging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”